καρυοειδής

καρυοειδής
-ές
αυτός που μοιάζει στο σχήμα με καρύδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + -ειδής (πρβλ. γλωσσο-ειδής σπειρο-ειδής). Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κάρυο — το (AM κάρυον) 1. το καρύδι, ο καρπός τής καρυδιάς 2. γενική ονομασία μονόσπερμων καρπών τών οποίων το ξυλώδες περικάρπιο δεν συμφύεται με το σπέρμα («πάντα τὰ ἀκρόδρυα κάρυα λέγουσιν», Αθήν.) νεοελλ. 1. ναυτ. το καρύλιο*, ο περιστρεφόμενος… …   Dictionary of Greek

  • αγαθόφυτα — (agathophytum).Γένος ποωδών φυτών. Το κυριότερο είδος είναι το α. το κοινό.Ο βλαστός τους έχει ανώμαλη σε πάχος αύξηση και άνθη πολύ απλά και αφανή με 5 σέπαλα και χωρίς πέταλα. Ο καρπός τους είναι καρυοειδής. Το α. το κοινό φυτρώνει στην Ευρώπη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”